γειαίνω

γειαίνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γειαίνω" в других словарях:

  • εφτάγειανος — η, ο και εφτάγιανος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε άκρα υγεία, σε τέλεια υγιεινή κατάσταση, υγιέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + γειανός (πιθ. < γειαν τού ρ. γειαίνω «αποθεραπεύομαι» < γεια) < υγεία, πρβλ. έγγεια, πρβλ. έγειανα) (όχι το αρχ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»