γειαίνω
Смотреть что такое "γειαίνω" в других словарях:
εφτάγειανος — η, ο και εφτάγιανος, η, ο αυτός που βρίσκεται σε άκρα υγεία, σε τέλεια υγιεινή κατάσταση, υγιέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + γειανός (πιθ. < γειαν τού ρ. γειαίνω «αποθεραπεύομαι» < γεια) < υγεία, πρβλ. έγγεια, πρβλ. έγειανα) (όχι το αρχ … Dictionary of Greek